ακεραιος

ακεραιος
    ἀκέραιος
    ἀ-κέραιος
    2
    1) беспримесный, чистый
    

(ὕδωρ Arst.; χρυσός Plut.)

    2) чистокровный
    

ἀ. ἐκ μητρὸς ἀρσένων τ΄ ἄπο Eur. — сохранивший чистоту рода как по материнской, так и по мужской линии

    3) нетронутый, неповрежденный, невредимый, не пострадавший
    

(πόλις Her., Isocr.; γῆ Thuc.; σκηναί Xen.; χώρα Dem.)

    ἐξ ἀκεραίου Polyb. — сызнова, со свежими силами;
    ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν Polyb. — оставить в прежнем положении

    4) свежий, не изнуренный
    

(δύναμις Thuc.; λόχοι Xen.: φάλαγξ Polyb.)

    5) не оскверненный, непорочный
    

(λέχος Eur.)

    ἀ. κακῶν ήθῶν Plat. — не испорченный дурными нравами


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ακεραιος" в других словарях:

  • ακέραιος, -η, -ο — και ακέριος, ια, ιο 1. αυτός από τον οποίο δε λείπει τίποτε, σώος, άβλαφτος: Φτάσαμε στον προορισμό μας σώοι κι ακέραιοι. 2. τίμιος, άδολος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακέραιος. 3. (στην αριθμητική), «ακέραιος αριθμός» λέγεται αυτός που δείχνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκέραιος — pure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • ἀκεραιότερον — ἀκέραιος pure adverbial comp ἀκέραιος pure masc acc comp sg ἀκέραιος pure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεραιοτάτων — ἀκέραιος pure fem gen superl pl ἀκέραιος pure masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεραιοτέραις — ἀκέραιος pure fem dat comp pl ἀκεραιοτέρᾱͅς , ἀκέραιος pure fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεραιοτέρων — ἀκέραιος pure fem gen comp pl ἀκέραιος pure masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεραίως — ἀκέραιος pure adverbial ἀκέραιος pure masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέραιον — ἀκέραιος pure masc/fem acc sg ἀκέραιος pure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …   Dictionary of Greek

  • ἀκεραιοτάτης — ἀκέραιος pure fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»